Ο Βλαντ Τσέπες ή Βλάντ ο Παλουκωτής, ήταν δεύτερος γιος του Βλαντ Ντράκουρ, ο οποίος ήταν ηγεμόνας της Βλαχίας το 1436. Γεννήθηκε το 1431 στη πόλη Σιγκισοάρα της Τρανσυλβανίας. Από το 1442 , εκείνος και ο μικρότερος αδελφός του Ράντου Γ’, κρατήθηκαν ως όμηροι από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1447, δολοφονήθηκαν ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδελφός του Βλάντ, Μιρτσέα, όταν ο Ιωάννης Ουνυάδης, Αντιβασιλέας Κυβερνήτης της Ουγγαρίας, εισέβαλε στη Βλαχία. Τότε ο Αντιβασιλέας όρισε τον ξάδελφο του Βλάντ, Βλαντισλαβ Β’, ως τον νέο ηγεμόνα.
Μετά τον θάνατο του πατέρα και του αδελφού του, ο Βλαντ θέλησε να διεκδικήσει ξανά τη Βλαχία. Ο ξάδελφος του είχε συνοδεύσει τον Ιωάννη Ουνυάδη σε μια εκστρατεία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι ήταν σχετικά εύκολο για τον Βλαντ να εισβάλει στη Βλαχία.
Ο υπαρχηγός του Ουνυάδη, Νίκολας Βιζάκναϊ, προέτρεψε τον Βλαντ να τον συναντήσει στη Τρανσυλβανία αλλά ο Βλαντ αρνήθηκε. Όταν ο ξάδελφος του επέστρεψε πίσω στη Βλαχία, ο Βλαντ αναγκάστηκε κα καταφύγει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 1448.
Μετά την αποχώρηση του εγκαταστάθηκε πρώτα στην Αδριανούπολη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αργότερα στη Μολδαβία, όπου ηγέτης ήταν ο Μπόγκνταν Β’. Μετά τη δολοφονία του Μπόγκνταν Β’ το 1451, ο γιος του μαζί με τον Βλαντ, κατέφυγαν στην Τρανσυλβανία για να ζητήσουν βοήθεια από τον Ουνυάδη. Εκείνος όμως έκανε εκεχειρία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 20 Νοεμβρίου του 1451όπου αναγνώριζε το δικαίωμα των Βλάχων να εκλέξουν εκείνοι διάδοχο όταν ο Βλάντισλαβ Β’ θα πέθαινε.
Όταν ο Βλαντ προσπάθησε να εγκατασταθεί μετάπειτα στο Μπρασόβ, δεν τα κατάφερε καθώς ο Ουνυάδης απαγόρευε στους προύχοντες να του παρέχουν άσυλο. Έτσι επέστρεψε στην Μολδαβία. Πριν τις 3 Ιουλίου του 1456 λέγεται πως ο Βλαντ επέστρεψε στην Ουγγαρία μετά την ενημέρωση του Ουνυάδη προς τους κατοίκους του Μπραβόφ όπου είχε αναθέσει στον Βλαντ την υπεράσπιση των Τρανσυλβανικών συνόρων.
Από τη στιγμή όπου επέστρεψε ο Βλαντ μετά την “εξορία” του, οι συνθήκες ήταν κάπως αβέβαιες. Εισέβαλε κάπου μέσα το καλοκαίρι του 1456 στη Βλαχία με την Ουγγρική υποστήριξη. Ο ηγέτης και ξάδελφος του, Βλάντισλαβ Β’, σκοτώθηκε κατά την εισβολή. Έτσι ο Βλαντ πήρε στα χέρια του τον θρόνο. Στις 10 Σεπτεβρίου, έστειλε επιστολή πρώτη φορά ως ηγέτης στους προύχοντες του Μπρασόβ υπόσχοντας τους την βοήθεια του ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά ζητώντας αντίστοιχα τη βοήθεια τους σε περίπτωση που η Οθωμανική Αυτοκρατορία έβαζε στο στόχαστρο τη Βλαχία.
Ο γενίτσαρος που υπηρετούσε στον στρατό του σουλτάνου Μωάμεθ Β’, Κωνσταντίνος Μιχαϊλοβιτς, κατέγραψε ότι ο Βλαντ αρνήθηκε να πληρώσει τον φόρο του έτους στον σουλτάνο. Το 1460, ο Βλαντ σταμάτησε κάθε επαφή με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό έφερε σαν αποτέλεσμα να σταλούν Οθωμανοί απεσταλμένοι για να ζητήσουν τον φόρο υποτελείας. Για να περάσει ο μήνυμα τους στους Οθωμανούς, ο Βλαντ κάρφωσε τα τουρμπάνια που φορούσαν στο κεφάλι τους με πρόκες για να μην μπορούν να τα βγάλουν. Απευθείας έφυγε προς τον Δούναβη και διασχίζοντας κάθε περιοχή που είχε κατακτήσει η Οθωμανική αυτοκρατορία.
Για να μπορέσει ο τότε σουλτάνος να αντιμετωπίσει τον Βλαντ έστειλε τον Μπεή της Νικόπολης, Χαμζά Πασά μαζί με άλλους 1000 ιππείς. Ο Βλαντ αφού τους έστησε ενέδρα τους νίκησε. Όταν τέλειωσε αυτή η μάχη, παλούκωσε αυτούς τους 1001 Οθωμανούς πολεμιστές σαν ένδειξη της νίκης του.
Μέχρι το 1462, ο Βλαντ είχε σπείρει τον θάνατο σκοτώνοντας 23.884 Τούρκους στρατιώτες. Ο σουλτάνος Μωαμεθ Β’ πέρασε σε αντεπίθεση προσπαθώντας να κερδίσει εδάφη μιας που είχε περισσότερη δύναμη από αυτή του Βλαντ. Παρόλα αυτά σε μια νυχτερινή επιδρομή οι άντρες του Βλαντ κατάφεραν να σκοτώσουν 15.000 ακόμα Οθωμανούς. Όταν ο υπόλοιπος στρατός κατάφερε να φτάσει στην πρωτεύουσα στην Βλαχίας, αντίκρισε ένα όλοκληρο λιβάδι από παλουκωμένα κορμιά Οθωμανών στρατιωτών.
Έτσι ο Βλαντ κατάφερε να στρέψει τον παντοδύναμο οθωμανικό στρατό σε φυγή κάνοντας τον να απομακρυνθεί από τη Βλαχία.