Όπως για κάθε πλάσμα στην ελληνική μυθολογία, υπάρχουν πολλές παραδοχές και για το πως δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Έχουν υπάρξει αναφορές από γνωστούς φιλοσόφους και κωμοδιογράφους όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοφάνης.
Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, υπήρχε το πλάσμα που συνδύαζε το αρσενικό και το θηλυκό μαζί. Το σώμα του ήταν στρογγυλό έχοντας ενωμένη τη πλάτη και τα πλευρά. Είχε τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια με τα πρόσωπα του στραμμένα σε αντίθετες πλευρές. Όταν ήθελε να κινηθεί, μετακινούνταν όπως μια ρόδα, κυλώντας. Αυτό το πλάσμα δεν γνώριζε τον σαρκικό έρωτα καθώς αναπαράγονταν με το έδαφος.
Αυτά τα πλάσματα ήταν παντοδύναμα τόσο πολύ που συναγωνίζονταν ακόμα και με τους θεούς. Από την τόση έπαρση που είχαν επιχείρησαν να κατασκευάσουν μια ανάβαση προς τον ουρανό για να επιτεθούν στους θεούς. Ο Δίας τότε μαζί με τους άλλους θεούς ξεκίνησαν να ανησυχούν για το τι θα ήταν σωστό να κάνουν με εκείνα τα πλάσματα. Από τη μια πλευρά δεν ήθελαν να τους αφανίσουν όπως είχαν κάνει με τους γίγαντες, από την άλλη πλευρά δεν μπορούσαν να επιτρέψουν την επίθεση.
Έτσι ο Δίας σκέφτηκε να τους πάρει λίγη από τη δύναμη τους. Τους έκοψε κάθετα στη μέση. Και έτσι αυτοί που ήταν ένα, έγιναν δύο. Από τότε ο κάθε ένας αναζητάει μόνος του το άλλο του μισό για να ξαναβρεί τη χαμένη ολοκλήρωση του.
Στο έργο του Πλάτωνα, Συμπόσιο, αναφέρει τον άνθρωπο και το πως σχετίζεται με το άλλο μισό. Συγκεκριμένα πραγματεύεται τον έρωτα σε ένα συμπόσιο το οποίο διαδραματίζεται στη πόλη της Αθήνας. Εκεί ο Αγάθωνας καλεί εξέχοντες άντρες στο σπίτι του με σκοπό να γιορτάσουν μια βράβευση του. Εκεί οι άντρες ξεκινάνε να μιλάνε με κύριο θέμα τον έρωτα. Η άποψη του Αριστοφάνη αφηγήθηκε σε μορφή μύθου τραβώντας το ενδιαφέρον.
Ο μύθος αυτός έλεγε:
Υπήρχε λοιπόν τότε το ανδρόγυνο, που και στην εμφάνιση και στο όνομα αποτελούσε συνδυασμό του αρσενικού και του θηλυκού. Το σώμα κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλό, έχοντας ολόγυρα τη ράχη και τα πλευρά. Χέρια είχε τέσσερα και πόδια ίσα με τα χέρια, και πρόσωπα δύο πάνω από κυκλικό αυχένα, ολόιδια μεταξύ τους. Κεφάλι ένα πάνω από τα δύο πρόσωπα που βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο και αυτιά τέσσερα και διπλά γεννητικά όργανα, και όλα τα άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς από αυτά να εικάσει.
Και ήταν τρία τα γένη, το αρσενικό που γεννήθηκε από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη κι εκείνο που μετείχε και των δύο από τη σελήνη. Προχωρούσε όρθιο, όπως και τώρα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση ήθελε, αλλά και όταν επιθυμούσε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες, που φέρνοντας τα πόδια επάνω κινούνται κυκλικά, έχοντας τότε οχτώ σκέλη, στηριζόταν σ’ αυτά και μετακινούνταν γρήγορα κυκλικά. Ήταν φοβερά ως προς τη δύναμη και τη σωματική τους αντοχή και είχαν πολύ μεγάλη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα και με τους θεούς, και αυτό που λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και για τον Ώτο, για εκείνους το λέει, το ότι δηλαδή προσπάθησαν να ανεβούν στον ουρανό για να επιτεθούν στους θεούς. Ο Ζευς τότε και οι άλλοι θεοί σκέφτονταν τι πρέπει να τους κάνουν και δεν έβρισκαν λύση, γιατί δεν μπορούσαν ούτε να τους σκοτώσουν, όπως τους Γίγαντες, και να τους κατακεραυνώσουν για να αφανίσουν το γένος τους, ούτε όμως και να τους αφήσουν να παρεκτρέπονται.
Ο Δίας σκέφτηκε : “Μου φαίνεται, πως μηχανεύτηκα έναν τρόπο ώστε και να διατηρηθούν οι άνθρωποι και να πάψει ο εκτραχηλισμός τους. Θα κόψω τον καθένα στη μέση, κι έτσι και ασθενέστεροι θα είναι και χρησιμότεροι σ’ εμάς, γιατί θα είναι πολυπληθέστεροι. Θα βαδίζουν όρθιοι πάνω στα δύο σκέλη. Αν όμως εξακολουθήσουν να παρεκτρέπονται και δεν θελήσουν να ησυχάσουν, και πάλι θα τους κόψω στα δύο, ώστε να περπατούν πάνω στο ένα πόδι σα να παίζουν κουτσό.”
Αφού τα είπε αυτά, έκοψε τους ανθρώπους στη μέση. Και όποιον έκοβε, έβαζε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο και τον μισό λαιμό προς την τομή, ώστε βλέποντας το κόψιμό του να γίνει ο άνθρωπος φρονιμότερος. Τράβηξε από παντού το δέρμα προς αυτό που λέμε τώρα κοιλιά και όπως τα σουρωτά πουγκιά το έδενε στη μέση της κοιλιάς αφήνοντας ένα στόμιο, αυτό που λέμε αφαλό.
Επειδή λοιπόν η φύση διχοτομήθηκε, ποθώντας ο καθένας το μισό του, πήγαινε μαζί του. Και τυλίγοντας τα χέρια του ο ένας γύρω από τον άλλον αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, θέλοντας να ξαναενωθούν, πέθαιναν από την πείνα και την απραξία, γιατί δεν ήθελαν να κάνει τίποτα ο ένας χωρίς τον άλλον. Και όποτε πέθαινε το ένα από τα δυο μισά και παρέμενε το άλλο, εκείνο που παρέμενε επιζητούσε άλλο και αγκαλιαζόταν μαζί του, είτε τύχαινε να είναι το ήμισυ μιας γυναίκας, είτε ενός άντρα, και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε όμως ο Ζευς και μηχανεύτηκε κάτι άλλο, μεταθέτοντας τα γεννητικά τους όργανα μπροστά, ώστε μ’ αυτά να γίνεται η γονιμοποίηση μέσα τους, με το αρσενικό μέσα στο θηλυκό, ώστε με το αγκάλιασμα ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα, να γίνεται γονιμοποίηση και να αναπαράγεται το γένος.
Είναι λοιπόν από τόσο παλιά ο έρωτας έμφυτος στους ανθρώπους και τους επαναφέρει στην αρχαία φύση, και επιχειρεί να κάνει από τα δύο ένα, και να γιατρέψει την ανθρώπινη φύση. Όλοι μας είμαστε κομμάτι ανθρώπου, και σαν κομμένος από ένα στα δύο, αναζητεί πάντοτε το κομμάτι που του λείπει.