Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο Προμηθέας είναι Τιτάνας και πιο συγκεκριμένα θεός της φωτιάς. Συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση του ανθρώπινου γένους. Έκλεψε τη φωτιά, αψηφώντας τους θεούς, και την έδωσε στους ανθρώπους. Σκοπός ήταν η ανθρωπότητα να δημιουργήσει πολιτισμό.
Ο Προμηθέας και ο άνθρωπος είχαν ανέκαθεν μια ιδιαίτερη σχέση. Μαζί με την αρωγή την θεάς Αθηνάς δημιούργησε τον πρώτο άνθρωπο, το Χρυσό Γένος, από πηλό και φωτιά. Ο Πλάτωνας, αναφερόμενος στη δημιουργία του ανθρώπου μεταφέρει στους αναγνώστες του την εικόνα του όντος σφαιρικού, δηλαδή διακρίνονταν σε τρία γένη, το αρσενικό, το θηλυκό και το μεικτό έχοντας διπλή σειρά από μέλη και όργανα. Ο Δίας μετέπειτα φοβήθηκε τη δύναμή τους και επέλεξε να τους χωρίσει στα δύο.
Τα δε ζώα, δημιουργήθηκαν κατά την ίδια περίοδο αλλά από τη μίξη υλικών της Γης και της Φωτιάς. Τα όντα αυτά δημιουργήθηκαν μέσα στη Γη. Αργότερα ανατέθηκε στον Προμηθέα και στον Επιμηθέα να δώσουν στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να έχει για να μπορέσει να βγει στο φως.
Ο Επιμηθέας έπεισε στον Προμηθέα να του επιτρέψει να αναλάβει μόνος του αυτή τη δουλειά. Τότε, ονομάτισε και απέδωσε στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που ήθελε ο ίδιος για να μην αλληλοκαταστραφούν. Όταν όμως έφτασε στον Άνθρωπο, του είχαν απομείνει μόνο λίγες τρίχες και νύχια ανίσχυρα. Για αυτό και ο Προμηθέας ανέλαβε τη προστασία του ανθρώπου.
Αφού ο Προμηθέας είδε την αδυναμία του ανθρώπινου είδους απέναντι στη φύση αποφάσισε να του χαρίσει τη φωτιά. Επισκέφτηκε το εργαστήρι του θεού Ηφαίστου, έβαλε τη φωτιά σε ένα βλαστό νάρθηκα και την έδωσε κρυφά στους ανθρώπους. Σαν τόπος παράδοσης αναφέρεται η πόλη Σικυώνα της Πελοποννήσου.
Αφού ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά δίνοντας τη στους ανθρώπους, η τιμωρία του έγινε ζήτημα στον αρχαίο και τον σύγχρονο πολιτισμό. Η τιμωρία του λέγεται πως είναι η εξής: Ο Δίας τον καταδίκασε να βασανίζεται αιώνια. Τον έδεσε σε ένα βράχο και ένας γυπαετός έτρωγε το συκώτι του μια φορά τη μέρα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας το συκώτι του Προμηθέα ξανά μεγάλωνε και την επόμενη μέρα πάλι επέστρεφε ο γυπαετός για να το φάει.
Στο έργο του Πλάτωνα, Πολιτεία, παρουσιάζεται η Αλληγορία του Σπηλαίου. Γράφτηκε σε μορφή διαλόγου ανάμεσα στον Γλαύκωνα, αδελφό του Πλάτωνα και τον Σωκράτη. Σε αυτόν τον διάλογο, ο Πλάτωνας βάζει τον Σωκράτη να περιγράψει ένα σύνολο ατόμων που ζουν ολόκληρη της ζωή τους αλυσοδεμένοι στον τοίχο μιας σπηλιάς αντικρίζοντας ένα κενό τοίχο. Οι άνθρωποι αυτοί κοιτούν τις σκιές που σχηματίζονται στον τοίχο από αντικείμενα που περνούν μπροστά από μια φωτιά πίσω τους και δίνουν ονόματα σε αυτές τις σκιές. Στη πραγματικότητα όμως οι σκιές είναι η πραγματικότητα των φυλακισμένων.
Ορισμένα άτομα θα καταφέρουν να λυθούν από τα δεσμά τους και να ανέβουν τα σκαλιά προς την έξοδο, εκεί όπου λάμπει το φως του ήλιου. Δυσανασχέτησαν με την λάμψη που πλήγωνε την όραση τους επέστρεψαν πίσω στη σπηλιά. Κάποια από αυτά τα άτομα συνήθισαν στο φως και μπόρεσαν να ατενίσουν στον ήλιο, που συμβολίζει την ιδέα του Αγαθού και αναγνώρισαν την κυριαρχία του στον κόσμο. Έτσι επέστρεψαν στη σπηλιά για να μοιραστούν με τους υπόλοιπους συντρόφους τους αυτά που είχαν δει και να τους ελευθερώσουν. Όμως το σκοτάδι έβλαψε την όραση τους και οι υπόλοιποι τους καταφρόνησαν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι φυλακισμένοι να εξοντώσουν τους επίδοξους ελευθερωτές τους.
Απόσπασμα από την Αλληγορία του Σπηλαίου
Ὁ δέ γε νῦν λόγος, ἦν δ’ ἐγώ, σημαίνει ταύτην τὴν
ἐνοῦσαν ἑκάστου δύναμιν ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τὸ ὄργανον ᾧ
καταμανθάνει ἕκαστος, οἷον εἰ ὄμμα μὴ δυνατὸν ἦν ἄλλως
ἢ σὺν ὅλῳ τῷ σώματι στρέφειν πρὸς τὸ φανὸν ἐκ τοῦ
σκοτώδους, οὕτω σὺν ὅλῃ τῇ ψυχῇ ἐκ τοῦ γιγνομένου περι-
ακτέον εἶναι, ἕως ἂν εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὄντος τὸ φανότατον
δυνατὴ γένηται ἀνασχέσθαι θεωμένη· τοῦτο δ’ εἶναί φαμεν τἀγαθόν. ἦ γάρ;
Μετάφραση Αρχαίου Κειμένου
Απεναντίας, η τωρινή διερεύνησή μας, είπα εγώ, δείχνει αυτή τη δύναμη της γνώσης που καθένας έχει μέσα στην ψυχή του, κι επίσης το εργαλείο, με το οποίο καθένας φθάνει στη μάθηση. Όπως ακριβώς αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να στρέφει κανείς τα μάτια του από το σκοτάδι στο φως παρά μόνο στρέφοντας ολόκληρο το σώμα, έτσι πρέπει να στραφεί με ολόκληρη την ψυχή από την περιοχή του γίγνεσθαι προς την άλλη πλευρά, ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρίζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον· και ισχυριζόμαστε ότι αυτό είναι το Αγαθό. Δεν είναι έτσι;