Η Ιωάννα της Λωρραίνης ή αλλιώς Ζαν ντ’Αρκ, γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1412 και πέθανε στις 30 Μαΐου 1431. Καταγόταν από τη Γαλλία και τέθηκε επικεφαλής των γαλλικών στρατευμάτων στον Εκατονταετή πόλεμο ανάμεσα σε Αγγλία και στη Γαλλία. Στα 19 της χρόνια κατηγορήθηκε ως αιρετική εξαιτίας των αντρικών ρούχων που φορούσε. Παρόλα αυτά, 24 χρόνια μετά τον θάνατο της αθωώθηκε και αγιοποιήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η μνήμη της τιμάται στη Γαλλία ως προστάτιδα της στις 30 Μαΐου.
Γεννήθηκε στο χωριό Ντομρεμύ της Γαλλίας το οποίο ήταν ένα από τα ελάχιστα μέρη που παρέμενε πιστό στον Γάλλο βασιλιά. Η οικογένεια της είχε καταγωγή από τη Λωρραίνη στο οποίο κατά τα παιδικά χρόνια της η Ιωάννα, υπήρξε μάρτυρας διαφόρων επιδρομών. Από τότε είχε ξεκινήσει να δείχνει το πόσο φιλάνθρωπη είναι όταν συχνά έδινε στο κρεβάτι της στους αστέγους ενώ εκείνη επέλεγε να κοιμηθεί στο τζάκι. Είχε μείνει αναλφάβητη, ενώ κάθε γράμμα που έγραψε στη ζωή της το έκανε υπαγορεύοντάς του σε κάποιον άλλο.
Σε ηλικία μόλις 13 ετών η Ιωάννα είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο της όραμα. Παρουσιαζόταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, η Αγία Μαργαρίτα και η Αγία Αικατερίνη καλώντας τη να δράσει προκειμένου να απαλλάξει τη Γαλλία από τη ταπείνωση που της είχαν επιβάλει οι Άγγλοι με τη συνθήκη του Τρουά.
Όταν έγινε 16 ετών ζήτησε από ένα συγγενή της να τη πάει στη πόλη του Βοκουλέρ από ζήτησε από τον τοπικό διοικητή Ρομπέρ ντε Μποντρικούρ να της δώσει ένοπλη συνοδεία για να επισκεφθεί στο παλάτι της Σινόν και να ζητήσει την ακρόαση του βασιλιά. Εκείνος κοροϊδευτικά αρνήθηκε, όμως εκείνη δεν έχασε το θάρρος της. Τον επόμενο Ιανουάριο επέστρεψε και κατάφερε να κερδίσει την υποστήριξη δύο στρατιωτών οι οποίοι κατάφεραν με τη σειρά τους να πείσουν τον Μποντρικιούρ να την ακούσει. Σε αυτή τη συνάντηση έκανε μια πρόβλεψη αναφορικά με την έκβαση της μάχης του Ρουβρέ αρκετές μέρες πριν φτάσει ο αγγελιοφόρος με το σχετικό μήνυμα.
Το 1337 ξέσπασε ο Εκατονταετής πόλεμος με αιτία μια κληρονομική διαμάχη για τον Γαλλικό θρόνο. Οι μάχες που έγιναν στη περιοχή της Γαλλίας συνδυαστικά με το γεγονός πως ο γαλλικός λαός δεν είχε προλάβει να ανακάμψει ακόμα από την επιδημία της πανούκλας τον 14ο αιώνα, κατέστρεψαν την οικονομία της πόλης αφήνοντας έτσι τους Άγγλους να εγκαθιδρύσουν μια διπλή μοναρχία στη Γαλλία.
Μετά τα νέα για την ήττα αυτή, οι στρατιώτες τη συνόδευσαν στο παλάτι και την έπεισαν να ντυθεί με αντρικά ρούχα για να είναι περισσότερο ασφαλής στο ταξίδι αυτό. Έτσι, το 1429 η Ιωάννα σε ηλικία 17 ετών κατόρθωσε να γίνει δεκτή από τον Κάρολο Ζ και να του μιλήσει για το όραμά της και τη θεϊκή της αποστολή.
Οι Γάλλοι με τη σειρά τους θα έπρεπε να βεβαιώσουν πέρα για πέρα πως η Ιωάννα ήταν όντως όργανο του Θεού και όχι αιρετική ή μάγισσα. Αν δεν γινόταν αυτό, οι Άγγλοι θα μπορούσαν να ισχυριστούν πως η διεκδίκηση του θρόνου από τον Κάρολο ήταν ωθούμενη από τον διάβολο.
Ο Κάρολος τότε διέταξε να ελεγχθεί το παρελθόν της και να περάσει από θεολογική εξέταση. Ενώ η πεθερά του Κάρολου, διαβεβαίωσε τη παρθενία της Ιωάννας. Τον Απρίλιο του 1429 η επίσημη απόφαση ήταν πως επρόκειτο για μια κοπέλα με άμεμπτο βίο, καλή Χριστιανή που εμφορείται από τις αρετές της ταπεινότητας, ειλικρίνειας και απλότητας.
Όταν η Ιωάννα έφτασε στην Ορλεάνη, στις 29 Απριλίου 1429, αποφασισμένη να εμπλακεί στον πόλεμο, αντί να συναντήσει τον Κάρολο, συνάντησε τον ετεροθαλή αδελφό του Ιωάννη, ο οποίος τον είχε αιχμαλωτίσει και είχε αναλάβει την ηγεσία. Αρχικά εκείνος της αρνήθηκε τη συμμετοχή της όμως εκείνη το απαίτησε και επέβαλλε τη παρουσία της στα συμβούλια αλλά και τις μάχες.
Το πόσο πραγματικά συμμετείχε η Ιωάννη της Λωρραίνης στη μάχη είναι κάτι που έχει απασχολήσει τους ιστορικούς. Αυτό γιατί από τη μια πλευρά η ίδια ισχυρίζονταν πως απλώς κρατούσε το λάβαρο της στη μάχη και πως δεν σκότωσε κανέναν. Με βάση τα αποτελέσματα των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Γάλλων αποδείχθηκαν εξαιρετικά επιτυχημένες.
Τους πέντε μήνες που ήταν παρούσα η Ιωάννα στην Ορλεάνη, ο Γαλλικός στρατός κατάφερε να ανατρέψει το ιστορικό των συνεχών ηττών και να καταλάβει τα κοντινά φρούρια του Σεντ Λουπ και του Σεντ Ζαν λε Μπλανκ που βρέθηκαν εγκαταλελειμμένα.
Στις 8 Σεπτεμβρίου οι Γάλλοι επιτέθηκαν στο Παρίσι. Η Ιωάννα τραυματίστηκε στο πόδι από βαλλίστρα, αλλά παρέμεινε στο πλευρό των στρατιωτών μέσα στην τάφρο μέχρις ότου την απομάκρυνε ένας από τους διοικητές.[15] Το επόμενο πρωί, ο γαλλικός στρατός έλαβε εντολή να υποχωρήσει, καθώς η κατάληψη του Παρισιού κρίθηκε αδύνατη. Τον Οκτώβριο η Ιωάννα και ο βασιλικός στρατός της Γαλλίας κατέλαβαν το Σεντ-Πιέρ-λε-Μουτιέ, ενώ τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο επιχείρησαν χωρίς αποτέλεσμα να καταλάβουν το Λα Σαριτέ σουρ Λουάρ. Τους επόμενους μήνες, η Ιωάννα της Λωρραίνης παρέμεινε ανενεργή καθώς βρισκόταν σε ισχύ ανακωχή ανάμεσα στους Άγγλους και τους Γάλλους. Τον Μάιο, έληξε η ανακωχή ανάμεσα σε Άγγλους και Γάλλους, και η Ιωάννα πήγε στη Κομπιέν που βρισκόταν υπό πολιορκία για να βοηθήσει.
Στις 23 Μαΐου 1430, πιάστηκε αιχμάλωτη από τους Βουργουνδούς μετά από ενέδρα. Ένας Βουργουνδός τοξότης την έριξε από το άλογο της και την αιχμαλώτισε. Η Ιωάννα προσπάθησε πολλές φορές προσπάθησε να αποδράσει με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο Αράς. Τελικά οι Βουργουνδοί δέχτηκαν να τη παραδώσουν στους Άγγλους αφού έλαβαν αμοιβή 10.000 λιβρών.
Οι Άγγλοι μετέφεραν την Ιωάννα στη Ρουέν που αποτελούσε το ορμητήριό τους στη Γαλλία. Τους επόμενους μήνες, οι Γάλλοι έκαναν διάφορες απόπειρες να την φυγαδεύσουν, ενώ ο Κάρολος Ζ΄ απειλούσε, πως θα εκδικηθεί τους Βουργουνδούς και τους Άγγλους «και τις γυναίκες της Αγγλίας», αλλά όλες οι προσπάθειες απέτυχαν.
Τελικά η Ιωάννα δικάστηκε στη Ρουέν από εκκλησιαστικό δικαστήριο με πολιτικά κίνητρα. Η δίκη ξεκίνησε στις 9 Ιανουαρίου 1431 και η Ιωάννα αμέσως αιτήθηκε να προσκληθούν στη δίκη και Γάλλοι ιερωμένοι προκειμένου να ενισχυθεί η αντικειμενικότητα του δικαστηρίου. Όμως, το αίτημα της αυτό απορρίφθηκε.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του ακροατηρίου της δίκης, η Ιωάννα προκάλεσε τον θαυμασμό του δικαστηρίου, διότι, ενώ ήταν αναλφάβητη, αποδείχθηκε εξαιρετικά ικανή στο να αποφεύγει τις θεολογικές παγίδες που της είχαν στήσει οι κατήγοροί της. Χαρακτηριστική είναι η απάντησή της στο ερώτημα, αν θεωρεί πως διαθέτει τη θεία χάρη, στο οποίο εκείνη απάντησε: «Αν δεν την διαθέτω, είθε ο Θεός να μου τη δώσει. Αν πάλι την έχω, είθε ο Θεός να συνεχίσει να μου την παρέχει».
Σύμφωνα με τους ιεροεξεταστικούς κανόνες, κατά την διάρκεια της δίκης, η Ιωάννα έπρεπε να κρατείται σε εκκλησιαστική φυλακή υπό την επίβλεψη γυναικών μοναχών, όμως οι Άγγλοι την κρατούσαν σε κοσμική φυλακή με δεσμοφύλακες άντρες. Αν και η Ιωάννα επιχείρησε να αιτηθεί σχετικά στο Συμβούλιο τη Βασιλείας και στον Πάπα, ο επίσκοπος Κοσόν παρεμπόδισε την αίτησή της. Τα δώδεκα άρθρα της δίκης που συνόψιζαν τις κατηγορίες εναντίον της έρχονταν σε αντίθεση με τα πρακτικά της δίκης που είχαν ήδη παραποιηθεί από τους δικαστές. Υπό τις απειλές άμεσης εκτέλεσης, η αναλφάβητη κατηγορούμενη είχε εξαναγκαστεί σε έγγραφη ανάκληση των απόψεών της, υπογράφοντας ένα έγγραφο που δεν γνώριζε τι περιείχε. Το δικαστήριο, και σε αυτή την περίπτωση, παραποίησε τα πρακτικά της δίκης.
Την τότε εποχή το να ανήκεις σε κάποια αίρεση αποτελούσε σοβαρότατο αδίκημα μόνο όμως στις περιπτώσεις όπου η θρησκευτική παράβαση τελούνταν κατ’ εξακολούθηση.
Έτσι λοιπόν, το δικαστήριο επεδίωξε να στοιχειοθετήσει το αδίκημα της αίρεσης με βάση μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, ότι η Ιωάννα ντύνονταν κατ’ εξακολούθηση με αντρικά ρούχα. Όμως, η Ιωάννα δεν αρνήθηκε να φορέσει γυναικεία ρούχα και αποκήρυξε την έως τότε ανδρική ενδυμασία της, γεγονός το οποίο δυσχέρανε το έργο των κατηγόρων της, αν και αρχικά έθεσε σε δεύτερη μοίρα το αίτημα των κατηγόρων της να φορέσει γυναικεία ρούχα, δίνοντας προτεραιότητα στις επιθυμίες των δύο γυναικών που την είχαν βοηθήσει: την Ιωάννα του Λουξεμβούργου και την Γιολάνδη της Αραγωνίας. Είπε, πως θα φορούσε γυναικεία ρούχα μόνο αν της το ζητούσαν αυτές οι δύο γυναίκες. Σύμφωνα με μεταγενέστερες μαρτυρίες είχε αναγκαστεί να φορά αντρικά ρούχα (δηλαδή στρατιωτικά) όσο βρίσκονταν στη φυλακή, γιατί της έδιναν τη δυνατότητα να δένει μεταξύ τους το παντελόνι της, τις μπότες της και το πανωφόρι της, καθιστώντας έτσι πολύ πιο δύσκολο να επιτύχει μία πιθανή απόπειρα βιασμού εναντίον της.
Για την ακρίβεια, φοβόταν να εγκαταλείψει έστω και προσωρινά αυτή της την αμφίεση, φοβούμενη πως θα κατασχεθεί από το δικαστήριο και θα αναγκαστεί να παραμείνει χωρίς προστασία. Λίγες μέρες μετά από την υπογραφή της αποκήρυξης και από την ημέρα που είχε αρχίσει να φορά γυναικεία ρούχα, είπε σε κάποιο μέλος του δικαστηρίου ότι «κάποιος σημαντικός Άγγλος λόρδος μπήκε στο κελί της και επιχείρησε να της επιβληθεί με τη βία». Τελικά, αναγκάστηκε να ξαναφορέσει αντρικά ρούχα, είτε ως προστασία σε κάποια πιθανή κακοποίηση, είτε γιατί, σύμφωνα με κατάθεση του Ζαν Μασιέ, οι δεσμοφύλακες της πήραν το φόρεμα και δεν είχε τι άλλο να φορέσει.
Αυτό θεωρήθηκε ως απόδειξη, ότι είχε υποπέσει ξανά στο αδίκημα της αίρεσης να ντύνεται με αντρικά ρούχα, αν και αυτό θα το αμφισβητούσε αργότερα ο ιεροεξεταστής που προέδρευσε στη δίκη έφεσης που πραγματοποιήθηκε κάποια στιγμή αργότερα μετά τον πόλεμο. Το μεσαιωνικό καθολικό δόγμα προέβλεπε, σύμφωνα με τη Summa Theologica του Θωμά Ακινάτη, ότι η ενδυμασία με ρούχα του άλλου φύλου έπρεπε να κρίνεται εντός πλαισίου, καθώς η ανάγκη θεωρούνταν επαρκής λόγος για κάτι τέτοιο. Αυτό περιλάμβανε και την χρήση αντρικών ρούχων ως προστασία ενάντια στον βιασμό. Σύμφωνα με το δόγμα, ήταν δικαιολογημένη που μεταμφιέστηκε σε αγόρι κατά την διάρκεια των μετακινήσεών της σε εχθρικό έδαφος, όπως και όταν φορούσε πανοπλία στη μάχη και στρατιωτικά ρούχα στο στρατόπεδο και αργότερα στη φυλακή. Λέγεται, πως όταν βρίσκονταν σε εκστρατεία, εάν δεν απαιτούνταν τα στρατιωτικά ρούχα, εκείνη φορούσε φόρεμα. Αργότερα, ιερείς που κατέθεσαν στην δίκη έφεσης επιβεβαίωσαν πως φορούσε αντρικά ρούχα στη φυλακή για να αποφύγει την κακοποίηση και τον βιασμό.
Η Ιωάννα, σχετικά με το ζήτημα του ντυσίματος με αντρικά ρούχα, παρέπεμψε το δικαστήριο στην εκκλησιαστική έρευνα του Πουατιέ που είχε γίνει το 1429. Αν και τα πρακτικά της έρευνας στο Πουατιέ δεν έχουν διασωθεί, διαφαίνεται πως ο κλήρος εκεί είχε εγκρίνει το θέμα. Επίσης, διατηρούσε τα μαλλιά της κοντά όσο βρίσκονταν σε εκστρατεία και στην φυλακή. Ο θεολόγος Ζαν Γκαρσόν υποστήριξε την επιλογή της αυτή για πρακτικούς λόγους, όπως και ο ιεροεξεταστής Μπρεάλ αργότερα κατά την δίκη έφεσής της.
Τελικά το 1431, η Ιωάννα καταδικάστηκε σε ποινή θανάτου με την κατηγορία της αίρεσης καθώς φορούσε κατ’ εξακολούθηση αντρικά ρούχα. Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη συμπεριφορά, εφόσον υπαγορευόταν από λόγους ανάγκης δεν συνιστά θρησκευτική παράβαση και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της αίρεσης.
Έτσι στις 30 Μαΐου 1431 η Ιωάννα της Λωρραίνης, εκτελέστηκε δια της πυράς στη Ρουέν. Δεμένη σε έναν ψηλό στύλο ζήτησε από δύο ιερείς, τον Μαρτάν Λαντβενού και τον Ιζαμπάρ ντε λα Πιερ, να κρατούν έναν σταυρό μπροστά της. Ένα Άγγλος στρατιώτης επίσης έφτιαξε έναν μικρό σταυρό και τον έβαλε μπροστά από το φόρεμά της. Κατά την εκτέλεσή της μόνο ένας Άγγλος στρατιώτης τόλμησε να φωνάξει «Είμαστε χαμένοι, κάψαμε μια αγία». Μετά τον θάνατό της οι Άγγλοι ξέθαψαν από τα κάρβουνα το απανθρακωμένο σώμα της έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να ισχυρισθεί πως είχε δραπετεύσει. Μετά ξανά έκαψαν άλλες δύο φορές το σώμα μέχρι να μετατραπεί σε στάχτες ώστε να αποτρέψουν την συλλογή κειμηλίων και έριξαν ότι είχε απομείνει στον ποταμό Σηκουάνα. Ο εκτελεστής της, Ζοφρό Τεράζ, αργότερα κατέθεσε ότι εκείνη «φοβόταν πάρα πολύ μήπως καταδικαστεί από τον Θεό».
Κατά τον 16ο αιώνα η Ιωάννα της Λωρραίνης έγινε σύμβολο της Καθολικής Λίγκας, ένα καθολικό κόμμα που αποσκοπούσε στην καταπολέμηση των Προτεσταντών κατά την διάρκεια του Γαλλικού Θρησκευτικού Πολέμου. Όταν το 1849 ο Φελίξ Ντουπανλού έγινε επίσκοπος της Ορλεάνης, ανακήρυξε μεγάλη γιορτή προς τιμήν της Ιωάννας που τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αγγλία και οδήγησε στην μακαριωνυμία της το 1909.
Στις 16 Μαΐου 1920 ανακηρύχθηκε αγία από την Καθολική Εκκλησία. ενώ ανακηρύχθηκε Αγία και προστάτιδα της Γαλλίας.