Κατά μια ετυμολογία η λέξη víking προέρχεται από το θηλυκό vík, που σημαίνει “ποταμάκι, ορμίσκος, μικρός κόλπος”. Διάφορες θεωρίες αναφέρουν ότι η λέξη viking μπορεί να προέρχεται από το όνομα της παλιάς περιοχής της Νορβηγίας Víkin και σημαίνει “άτομο από το Víkin”. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η λέξη αρχικά αναφερόταν σε άτομα από αυτήν την περιοχή και μόνο τους τελευταίους αιώνες έχει λάβει την ευρύτερη έννοια γενικά των Σκανδιναβών του πρώιμου Μεσαίωνα.
Η λέξη Βίκινγκ εμφανίσθηκε στη σύγχρονη αγγλική κατά την αναβίωση των Βίκινγκ του 18ου αιώνα, οπότε απέκτησε μυθοποιημένο ηρωικό τόνο του «βάρβαρου πολεμιστή» ή του ευγενούς άγριου. Κατά τον 20ό αιώνα η έννοια του όρου επεκτάθηκε για να αναφερθεί όχι μόνο στους επιδρομείς από τη Σκανδιναβία και άλλους τόπους που εποίκισαν αυτοί αλλά και σε οποιοδήποτε μέλος του πολιτισμού που δημιούργησαν οι εν λόγω επιδρομείς κατά την περίοδο από τα τέλη του 8ου ως τα μέσα του 11ου αιώνα, ή ευρύτερα περίπου από το 700 έως το 1100. Ως επιθετικός προσδιορισμός η λέξη χρησιμοποιείται για την αναφορά σε ιδέες, φαινόμενα ή αντικείμενα που συνδέονται με αυτούς τους ανθρώπους και την πολιτιστική τους ζωή, παράγοντας εκφράσεις όπως η εποχή, ο πολιτισμός, η τέχνη, η θρησκεία, τα πλοία των Βίκινγκ.
Η περίοδος από τις παλαιότερες καταγεγραμμένες επιδρομές τη δεκαετία του 790 μέχρι την κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς το 1066 είναι γνωστή ως η Εποχή των Βίκινγκ της Σκανδιναβικής ιστορίας. Οι Βίκινγκ χρησιμοποίησαν τη Νορβηγική και τη Βαλτική Θάλασσα ως θαλάσσιους δρόμους προς τα νότια. Οι Νορμανδοί κατάγονταν από Βίκινγκ, στους οποίους είχε δοθεί φεουδαρχική επικυριαρχία των περιοχών της βόρειας Γαλλίας – το Δουκάτο της Νορμανδίας – τον 10ο αιώνα. Από αυτή την άποψη οι απόγονοι των Βίκινγκ συνέχισαν να ασκούν επιρροή στη βόρεια Ευρώπη. Παρομοίως ο Βασιλιάς Χάρολντ Γκόντουινσον, ο τελευταίος Αγγλοσάξονας βασιλιάς της Αγγλίας, είχε Δανούς προγόνους. Δύο Βίκινγκ ανέβηκαν ακόμη και στον θρόνο της Αγγλίας, ο Σβεν ο Διχαλογένης το 1013-1014 και ο γιος του Κνούτος ο Μέγας το 1016-1035.
Μέχρι και τον 8ο αιώνα η Νορβηγία ήταν κατακερματισμένη σε μικρά τοπικά βασίλεια ή κοινότητες. Στα τέλη του αιώνα κάποια από αυτά συνεργάζονται για την πραγματοποίηση πειρατικών ή εξερευνητικών αποστολών, που φέρνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα: μεταξύ 800 και 802 ανακαλύπτουν τα νησιωτικά συμπλέγματα Φερόες, Σέτλαντ και Ορκάδες, ενώ το 820 ιδρύουν ένα μικρό βασίλειο στις ανατολικές ακτές της Ιρλανδίας και το 841 το Δουβλίνο.
Ο αποικισμός της Ισλανδίας από τους Νορβηγούς Βίκινγκ ξεκίνησε τον ένατο αιώνα. Η πρώτη πηγή στην οποία εμφανίζονται η Ισλανδία και η Γροιλανδία είναι μια παπική επιστολή του 1053. Είκοσι χρόνια αργότερα εμφανίζονται στις Πράξεις των επισκόπων της εκκλησίας του Αμβούργου του Αδάμ της Βρέμης. Τα νησιά εκχριστιανίστηκαν μόλις μετά το 1130, όπως προκύπτει από τις ιστορίες των νησιών που γράφτηκαν από την άποψη των κατοίκων σε σάγκα και χρονικά. Οι Βίκινγκ εξερεύνησαν τα βόρεια νησιά και τις ακτές του Βόρειου Ατλαντικού, περιπλανήθηκαν νότια ως τη Βόρεια Αφρική και ανατολικά ως τη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη και τη Μέση Ανατολή.
Στα τέλη του 11ου αιώνα οι βασιλικές δυναστείες, νομιμοποιημένες από την Καθολική Εκκλησία, εξασφάλιζαν την εξουσία τους με αυξανόμενο κύρος και φιλοδοξία και είχαν διαμορφωθεί τα τρία βασίλεια της Δανίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας. Εμφανίστηκαν πόλεις, που λειτουργούσαν ως κοσμικά και εκκλησιαστικά διοικητικά κέντρα και αγορές και άρχισαν να αναδύονται οι νομισματικές οικονομίες με βάση τα αγγλικά και τα γερμανικά πρότυπα. Εκείνη την εποχή η εισροή ισλαμικού αργύρου από την Ανατολή απουσίαζε για περισσότερο από έναν αιώνα, ενώ εκείνη του αγγλικού είχε λήξει στα μέσα του 11ου αιώνα.