
Το παραμύθι:
Ο Hansel και η Gretel ήταν ένα γερμανικό παραμύθι των αδελφών Grimm. Πρόκειται για δυο παιδιά, τα οποία έμεναν στο δάσος μαζί με τον ξυλοκόπο πατέρα τους και τη μητριά τους. Η μητριά τους ήταν μια αυταρχική και κακιά γυναίκα η οποία έδειχνε φανερά την αντιπάθεια της για τα παιδιά.
Ήταν μια χρονιά στην οποία η σοδιά δεν πήγε καλά και το φαγητό όλο και λιγόστευε. Η πείνα τους είχε χτυπήσει τη πόρτα. Ένα βράδυ, η μητριά προσπαθούσε να πείσει των πατέρα των παιδιών πως το σωστό για όλους να κάνουν ήταν, να αφήσουν τα παιδιά στο δάσος, αλλιώς όλοι θα πέθαιναν από τη πείνα. Ο πατέρας στην αρχή αρνήθηκε να το κάνει, όμως στη πορεία, η γυναίκα του τον έπεισε. Έτσι μια μέρα, πήραν τα παιδιά και τα πήγαν στο δάσος. Ξεκίνησαν όλοι μαζί, μέχρι που έφτασαν σε ένα ξέφωτο. Μόλις έφτασαν τους έδωσαν λίγο ψωμί, άναψαν μια φωτιά και τα άφησαν εκεί και τους είπαν περιμένουν φροντίζοντας τη φωτιά να μη σβήσει.
Οι ώρες περνούσαν, με τους γονείς τους να μην επιστρέφουν. Έτσι τους πήρε ο ύπνος δίπλα στη φωτιά. Ξυπνώντας μέσα στο βράδυ τα παιδιά συνειδητοποίησαν πως τους είχαν όντως εγκαταλείψει. Η μικρή Gretel, ξεκίνησε να κλαίει. Έτσι, ο Hansel της υποσχέθηκε πως όλα θα πάνε καλά και ανέλαβε να τη προστατεύει πλέον ο ίδιος.
Ο Hansel είχε φροντίσει σε όλη τη διαδρομή, από το σπίτι τους μέχρι το σημείο που τους άφησαν να αφήνει πετραδάκια, έτσι ακολουθώντας τα, βρήκε τον τρόπο να γυρίσουν πίσω στο σπίτι τους. Ο πατέρας τους μόλις τους είδε, χάρηκε πολύ που γύρισαν πίσω τα παιδιά του, σε αντίθεση με τη μητριά η οποία θύμωσε που τα κατάφεραν.
Λίγες μέρες αργότερα η μητριά αποφάσισε ένα πρωινό να τους σηκώσει γρήγορα για να τους πάει ξανά προς το δάσος. Εκείνη τη φορά όμως ο Hansel δεν είχε το χρόνο για να προετοιμαστεί. Η μητριά τους, πριν ξεκινήσουν, τους έδωσε από ένα καρβέλι ψωμί και ύστερα έφυγαν για το δάσος. Σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον προορισμό τους, ο Hansel έκοβε ψίχουλα από τα καρβέλια και τα σκόρπιζε στο δρόμο. Αφού οι γονείς τους, τους άφησαν βαθιά μέσα στο δάσος, εκείνα πάλι άναψαν φωτιά και κοιμήθηκαν δίπλα της. Μέσα στο βράδυ ξύπνησαν με τη φωτιά να έχει σβήσει. Έτσι, ο Hansel ξύπνησε τη Gretel για να γυρίσουν σπίτι. Μόνο που αυτή τη φορά δεν έβρισκε τα ίχνη που είχε αφήσει αφού ο τα πτηνά που ζούσαν στο δάσος είχαν φάει όλα τα ψίχουλα.

Όλο το βράδυ έψαχναν τρόπο να γυρίσουν τρέχοντας σπίτι. Όμως άδικα. Αφού πέρασαν τρεις μέρες να ψάχνουν, βρήκαν στο δρόμο τους ένα σπίτι φτιαγμένο από ζαχαρωτά. Έτρεξαν προς το μέρος του και ξεκίνησαν να τρώνε το εξωτερικό του σπιτιού. Ξαφνικά, άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού μια γριά γυναίκα. Τους ρώτησε γιατί τρώνε το σπίτι της, και τα καημένα παιδιά της αποκρίθηκαν πως πεινάνε πολύ. Έτσι, εκείνη τους υποσχέθηκε να τους δώσει ακόμα περισσότερα γλυκά, αν εκείνα έμπαιναν μέσα στο σπίτι της.
Τα παιδιά από τη πείνα που είχαν, αναγκάστηκαν να μπουν στο σπίτι της. Τους έδωσε να φάνε πολλά γλυκά και μετά τους έβαλε για ύπνο. Όμως, μέσα στο βράδυ πήρε αγκαλιά τον Hansel και τον κλείδωσε σε μια αποθήκη έξω από το σπίτι. Η Gretel σαν πιο μικρή, δεν μπορούσε να υπερασπιστεί μόνη της τον εαυτό της και κατέληξε να υπηρετεί τη γριά που στην πραγματικότητα ήταν μάγισσα. Στόχος αυτής της μάγισσας ήταν να θρέψει όσο το δυνατόν περισσότερο τον Hansel, για να τον φάει.
Κάθε μέρα σχεδόν η μάγισσα πήγαινε στην αποθήκη που είχε κλεισμένο τον Hansel, για να δει αν έχει παχύνει αρκετά ώστε να τον φάει. Όμως εκείνος, εκμεταλλευόταν το γεγονός πως η μάγισσα δεν έβλεπε καλά και τη κορόιδευε δίνοντας της να πιάσει οστά από τα κρέατα που έτρωγε αντί για το χέρι του.

Η μάγισσα είχε πεισμώσει που ο Hansel δεν έπαιρνε βάρος και τον τάιζε όλο και περισσότερο. Ήθελε όμως να φάει και τη Gretel. Ο αδελφός της το είχε καταλάβει και της φώναζε συνεχώς να προσέχει και να βρει το θάρρος να αντιμετωπίσει τη μάγισσα.
Μια μέρα, η μάγισσα ζήτησε βοήθεια από τη Gretel να φτιάξουν μαζί τη φωτιά. Συγκεκριμένα της είπε να δει αν η φωτιά ήταν έτοιμη για να ψήσουν. Τότε η Gretel σκέφτηκε πως ήταν η μοναδική της ευκαιρία. Έκανε πως δεν καταλάβαινε τι ακριβώς της ζητούσε η μάγισσα και την έβαλε να σταθεί μπροστά στη φωτιά. Αφού ήταν από πίσω της, της έδωσε μια σπρωξιά και την έριξε στη φωτιά καίγοντας τη. Πήρε τα κλειδιά της αποθήκης και έτρεξε να ελευθερώσει τον αδελφό της. Μπήκαν μαζί στο σπίτι και πήραν όλα τα χρυσαφικά που είχε κρυμμένα η μάγισσα.
Μέρες ολόκληρες περπατούσαν στο δάσος, μέχρι που βρήκαν στο δρόμο τους ένα ποτάμι που χώριζε τη μια όχθη από την άλλη. Μέσα εκεί, κολυμπούσε ένας κύκνος ο οποίος τους βοήθησε να περάσουν απέναντι. Αφού περπάτησαν και άλλες τόσες μέρες, τελικά βρήκαν το δρόμο για το σπίτι. Ο πατέρας τους ήταν εκεί μόνος, αφού στο διάστημα που έλειπαν τα παιδιά, η μητριά τους αρρώστησε και πέθανε. Χάρηκαν όλοι τόσο πολύ που βρέθηκαν ο ένας με τον άλλο.
Η πηγή της έμπνευσης:
Στη πραγματικότητα η πηγή της έμπνευσης ήταν γεγονότα που συνέβησαν το Μεσαίωνα στην Ευρώπη, τη περίοδο του Μεγάλου Λιμού (1315-1322). Ο Μεγάλος Λιμός ήταν συνέπεια μιας απρόσμενης κακοκαιρίας που ξεκίνησε την άνοιξη του 1315 και έφερε σαν αποτέλεσμα, λόγω της χαμηλής θερμοκρασίας, το σιτάρι να μη μπορεί να ωριμάσει για να μαζευτεί από τους αγρότες. Η πρώτη τάξη που επηρεάστηκε από αυτό ήταν οι αγρότες, οι οποίοι αποτελούνταν από το 95% του πληθυσμού. Όμως, αυτό το γεγονός έφερε στη πορεία και άλλα προβλήματα, όπως ήταν η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα.
Η κακοκαιρία αυτή συνεχίστηκε και το 1316 και πλέον οι εφεδρικές προμήθειες είχαν καταναλωθεί. Πολλές οικογένειες αναγκαζόντουσαν να παρατήσουν τα παιδιά τους ενώ αρκετές από αυτές αναγκάστηκαν να καταφύγουν στον κανιβαλισμό. Παιδιά στράφηκαν προς τους γονείς τους, γονείς στράφηκαν προς τα παιδιά τους. Μερικοί άνθρωποι άνοιγαν τους τάφους τους ανθρώπων που είχαν πεθάνει πρόσφατα, αναζητώντας τους για τροφή. Σε εκείνη την εποχή, δεν ήταν παράξενο για τους ανθρώπους να τρώνε πτώματα. Θα έκαναν τα πάντα για λίγη τροφή. Μέσα από συζητήσεις, για την εποχή εκείνη και τη πείνα που είχαν έρθει αντιμέτωποι οι άνθρωποι, οι αδελφοί Grimm εμπνεύστηκαν τον Hansel και τη Gretel. Δημιούργησαν τους χαρακτήρες των γονέων, σαν άνθρωποι που έπρεπε να παρατήσουν τα παιδιά τους για να επιβιώσουν, και τη γριά μάγισσα – κανίβαλο, η οποία τρέφονταν με παιδική σάρκα. Αυτές ήταν δυσκολίες της εποχής που όντως συνέβησαν. Μπορεί ο Hansel και η Gretel να μην είναι στη πραγματικότητα πρόσωπα που όντως υπήρξαν, όμως είναι χαρακτήρες που πήραν σάρκα από γεγονότα που όντως υπήρξαν και διαμόρφωσαν την ιστορία.